Αρχείο

Archive for the ‘Φιλοσοφία’ Category

Ζ.-Κ. Μισεά: μια καταφανώς επίκαιρη σημείωση.

Αντιγράφω το μεγαλύτερο μέρος της σημείωσης [Δ], σελ. 170-171, από το βιβλίο του ΖανΚλωντ Μισεά, Η Αυτοκρατορία του Μικρότερου Κακού – Δοκίμιο για τον Φιλελεύθερο Πολιτισμό, μετ. Άγγελος Ελεφάντης, επιμ. Αναστασία Μυλωνοπούλου, Πόλις, Αθήνα 2008.

[Η παραγραφοποίηση (για λόγους διαδικτυακής… «οικονομίας] και οι υπογραμμίσεις με έντονα δικά μου, οι υπογραμμίσεις με πλάγια του συγγραφέα. Για την common decency περισσότερα στην παραπομπή του πρώτου σχολίου.]

 

michea-ex-el

 

Από τη στιγμή που ο σοσιαλιστικός αγώνας πρέπει να στηριχθεί στην common decency ‹των απλών ανθρώπων», προϋποθέτει, όπως ο Καμύ το έχει υπογραμμίσει, αυτή την ικανοτητα αγάπης για τη ζωή (άρα, την αντίστοιχη ψυχική ωριμότητα) χωρίς την οποία καμιά πραγματικά μεγαλόψυχη πράξη δεν είναι δυνατή.

Μόλις λείψει αυτή η ψυχολογική και ηθική βάση, «οι εξεγέρσεις» ενάντια στην καθεστηκυία τάξη -όποια κι αν είναι η φαινομενική τους «ριζοσπαστικότητα» δεν μπορούν να αντλήσουν τα κίνητρά τους παρά στη λύσσα, το μίσος, τον φθόνο και τη μνησικακία (και άρα, στις πιο παιδικές μορφές της επιθυμίας της εξουσίας).

Είναι δύσκολο, επομένως, ν’ αποφύγει κανείς τις ωμές κριτικές που απηύθυνε ο Νίτσε προς τον «αναρχικό» που «διεκδικεί μέσα σε μια ωραία απαξίωση «το δικαίωμα», «τη δικαιοσύνη», τα «ίσα δικαιώματα» […] Αυτή η «ωραία απαξίωση» -γράφει ο Νίτσε του κάνει ήδη καλό κι από μόνη της, και για έναν φτωχοδιάβολο είναι αληθινή ευχαρίστηση να μπορεί να βρίζει. Βρίσκει στη βρισιά μια μικρή μέθη ισχύος. Ήδη το παράπονο, και μόνο το γεγονός να εκφράσει κανείς το παράπονό του, μπορεί να δώσει στη ζωή ένα δέλεαρ που να την κάνει υποφερτή· σε κάθε παράπονο υπάρχει μια εκλεπτυσμένη δόση εκδίκησης· καταλογίζει κανείς στους άλλους, που ζουν σε διαφορετικές συνθήκες ζωής, τη δική του δυσφορία σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα και την ποταπότητά του, σαν μια αδικία, σαν ένα προνόμιο ανισότητας. «Αφού είμαι κάθαρμα πρέπει και συ να είσαι κάθαρμα»· μ΄αυτή τη λογική γίνονται οι επαναστάσεις». [σημ. 187].

Αν, λοιπόν, θέλουμε να αποφύγουμε να συγχέουμε, όπως το κάνει εδώ ο Νίτσε, όσους υπερασπίζονται πργγματικά την υπόθεση του Λαού με τους αναρίθμητους Richard Durn [σημ. 188] που αποτελούν την νακρισσιστική και απελπισμένη πλαστογράφησή της (η στρατευμένη Αριστερά, όμως, έχει καταφανώς το χάρισμα να τους έλκει σε βιομηχανική ποσότητα), είναι φιλοσοφικά απαραίτητο να διακρίνουμε την αληθινή εξέγερση -η οποία προϋποθέτει πάντοτε την προκαταβολική προσχώρηση στις θετικές αξίες της common decency- από τις ‹ρέμπελες», αλαζονικές και υπεροπτικές πόζες της, των οποίων το ψυχολογικό βάθος είναι πάντοτε η θλίψη, η ζήλεια ή το οιδιπόδειο μίσος του εαυτού.

 

σημ. 187: Φ. Νίτσε, Το Λυκόφως των Ειδώλων: Ή πώς φιλοσοφεί κανείς με το σφυρί, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2008 (Σ.τ.Ε.).

 

σημ. 188. Ο Richard Durn είναι ο δράστης του μακελειού που έλαβε χώρα στις 27 Μαρτίου 2002 στη διάρκεια ενός δημοτικού συμβουλίου στο Δημαρχείο της Ναντέρ. Αυτή η πράξη τρέλας κόστισε τη ζωή σε 9 εκλεγμένους δημοτικούς συμβούλους και άφησε άλλους 14 τραυματίες. Ο ίδιος αυτοκτόνησε την επομένη πηδώντας στον φωταγωγό του κτηρίου της Δικαστικής Αστυνομίας του Παρισιού, στις όχθες του Σηκουάνα, όπου ανακρινόταν. Ο Ρισάρ Ντυρν, αφού είχε εργαστεί σε ανθρωπιστικές οργανώσεις και είχε συμμετάσχει σε αντιπαγκοσμιοποιητικές διαδηλώσεις, ήταν, από τα τέλη του 2001, ταμίας της Λίγκας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Ναντέρ [Σημείωση του Γάλλου εκδότη]. [Να θυμίσουμε ότι ο Ρισάρ Ντυρν ήταν 33 ετών και πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών και Ιστορικών σπουδών. (Σ.τ.Ε.))]

Jean-Claude Michéa: «Η Αυτοκρατορία των Μητέρων» [ενημερωμένο μετά σημειώσεων]

michea-ex-el

 

Ακολουθεί ένα απόσπασμα [σελ. 156-161] από το βιβλίο του Jean-Claude Michéa, Η Αυτοκρατορία του Μικρότερου Κακού – Δοκίμιο για τον Φιλελεύθερο Πολιτισμό, μετ. Άγγελος Ελεφάντης, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2008.

Οι υπογραμμίσεις με πλάγια του συγγραφέα, οι υπογραμμίσεις με έντονα δικές μου, όπως και η παραγραφοποίηση.

Παρέλειψα έξι «βιβλιογραφικού τύπου» σημειώσεις του συγγραφέα, καθώς και τρία εκτεταμένα «σχόλια/σημειώσεις» του [με τα γράμματα Ε, ΣΤ και Ζ], που ίσως τα προσθέσω κάποια στιγμή.

Ο τίτλος του ποστ «ελαφρώς» αυθαίρετος. Θα το διαβάσετε…


 

 Jean-Claude Michéa

 

Η Αυτοκρατορία των Μητέρων

 

[…] Μένει να διαλευκάνουμε, υπ’ αυτές τις συνθήκες, ένα μυστήριο. Δεδομένου ότι η τεράστια αξία της αναρχικής παράδοσης συνίσταται στο ότι έφερε στο φως το ζήτημα της έδρασης της επιθυμίας για εξουσία σε ατομικά αίτια (εκείνα που εμπλέκουν προσωπικά ένα υποκείμενο στις πράξεις του, θέτοντας έτσι υπό διακύβεση την ηθική του αξία), πώς λοιπόν να εξηγήσει κανείς ότι η πολύτιμη εργασία ανάλυσης στο πλαίσιο της αναρχικής παράδοσης, στις περισσότερες περιπτώσεις σταμάτησε στα μισά του δρόμου;

Από τον 19ο αιώνα και μετά, όλες οι «πατριαρχικές» μορφές κυριαρχίας έχουν ευρέως περιγραφεί και αναιρεθεί, ως το σημείο να καταντήσουν ξεπλυμένη κοινοτοπία της κοινωνικής κριτικής και των gender studies.

Αντίθετα, δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τις μορφές χειραγώγησης και υπαγωγής του άλλου, που βρίσκουν το ασυνείδητο μοντέλο τους στη μητρική επιρροή.

Μια τέτοια «επιλησμοσύνη» είναι ιδιατέρως παράξενη. Πράγματι, η προσοχή της κοινωνικής κριτικής ήρθε να εστιάσει το ενδιαφέρον της, σχεδόν αποκλειστικά, σ’ αυτήν την τροπικότητα της κυριαρχίας, τη συγκεκριμένη εκείνη χρονική στιγμή που η δυναμική των σύγχρονων κοινωνικών άρχισε να υπονομεύει τα πολιτιστικά θεμέλια των παλαιών πατριαρχικών συνθέσεων [σημ. 171] – καθιστώντας αφερέγγυες όλες τις αναφορές σε ένα συμβολικό νόμο, προς όφελος των μηχανισμών του Δικαίου και της Αγοράς. [σημ. 172]

*

Αυτό το μοντέρνο μυστήριο καθίσταται ακόμη πιο πυκνό εξαιτίας της προφανούς απάρνησης που προϋποθέτει.

Ο καθένας έχει την ευκαιρία να επαληθεύει καθημερινά ότι η κατάργηση του Συμβολικού Νόμου δεν οδηγεί ποτέ από μόνη της στον θρίαμβο μιας χαρούμενης και λυτρωτικής ελευθερίας.

Όπως δε δικαίως υπενθυμίζει ο Σλάβοϊ Ζίζεκ [Slavoj Zizek], «η άμπωτις της παραδοσιακής πατριαρχικής εξουσίας (ο Συμβολικός Νόμος) συνοδεύεται από το ανησυχητικό δίδυμό του, το Υπερεγώ». [σημ. 173]

Αυτή δε η έννοια του Υπερεγώ, για την οποία ο Ζίζεκ χρωστά περισσότερα στον Λακάν παρά στον Φρόυντ, είναι, από τη σκοπιά που μας απασχολεί, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.

«Το Υπερεγώ -γράφει ο Ζίζεκ- πρέπει απολύτως να αντιπαραταχθεί απέναντι στον Συμβολικό Νόμο. Ο Συμβολικός Νόμος το αντιλαμβάνεται και το ανέχεται σιωπηλά. Εξωθεί μάλιστα να γίνει αυτό που το άμεσο ρήμα του απαγορεύει να γίνει (όπως στην περίπτωση της μοιχείας), ενώ η προσταγή τού διατάσσοντος την απόλαυση Υπερεγώ – χάρη στη σαφήνεια αυτής της διαταγής- εμποδίζει το υποκείμενο να ανταποκριθεί σ’ αυτήν με τρόπο πολύ πιο σίγουρο από οποιαδήποτε απαγόρευση».

Για να εξεικονίσει αυτή τη θεμελιακή διάκριση, ο Ζίζεκ δίνει το ακόλουθο παράδειγμα:

«Μια γονεϊκή φιγούρα που είναι απλώς «καταπιεστική», με τον τρόπο της συμβολικής αυθεντίας, θα πει στο παιδί της: «Πρέπει να πας στα γενέθλια της γιαγιάς σου και να φερθείς καλά, ακόμα κι αν πλήττεις του θανατά – δεν θέλω να ξέρω αν το επιθυμείς ή όχι, αλλά οφείλεις να πας!»

Αντίθετα η φιγούρα-Υπερεγώ θα πει στο ίδιο παιδί: «Παρόλο που ξέρεις καλά πόσο πολύ η γιαγιά σου επιθυμεί να σε δει, δεν οφείλεις να το κάνεις παρά μόνο αν αληθινά το επιθυμείς – ειδάλλως, καλά θα έκανες να μείνεις σπίτι!»

Η πονηριά του Υπερεγώ συνίσταται,, επομένως, στο να κάνει πιστευτή αυτή την πλαστή όψη της ελεύθερης επιλογής η οποία, όπως κάθε παιδί το ξέρει, στην πραγματικότητα είναι μια αναγκαστική επιλογή που συνεπάγεται μια διαταγή ακόμη πιο ισχυρή: όχι μόνον «οφείλεις να επισκεφτείς τη γιαγιά σου, ανεξάρτητα από το ποια είναι η επιθυμία σου», αλλά «οφείλεις να το κάνεις και επιπλέον οφείλεις να χαίρεσαι που θα το κάνεις

Το Υπερεγώ διατάσσει να απολαμβάνεις αυτό που οφείλεις να κάνεις.

Απόδειξη είναι το τι θα συνέβαινε, αν το καημένο το παιδί, πιστεύοντας ότι του προτείνουν αληθινά να επιλέξει ελεύθερα, απαντούσε «Όχι». Μαντεύουμε εκ των προτέρων την απάντηση των γονιών: «Μα πώς μπορείς και αρνείσαι! Πώς μπορείς να είσαι τόσο κακός! Τι έκανε η καημενούλα η γιαγιά σου και δεν την αγαπάς;» [σημ. 174]

Μετά απ’ αυτές τις τόσο εύγλωττες περιγραφές του παραδείγματός του, μας εκπλήσσει, λοιπόν, που ο Ζίζεκ περιορίζεται στο εν λόγω κείμενο να επικαλεσθεί μια «φιγούρα γονεϊκή» γενικώς, ενώ ο τρόπος λειτουργίας της φιγούρας-Υπερεγώ, έτσι όπως την περιγράφει, βρίσκει ολοφάνερα προνομιακή ενσάρκωση σε μια φιγούρα πολύ πιο συγκεκριμένη: της «κακιάς μητέρας», κτητικής και ευνουχιστικής.

Εκεί που η «πατριαρχική» παραποίηση της πατρικής εξουσίας ουσιαστικά διατάσσει την υπακοή του υποκειμένου στον νόμο τον οποίο ο τυραννικός «πατέρας» διατείνεται ότι ενσαρκώνει, η «μητριαρχική» επιθυμία ισχύος εμφανίζεται, πράγματι, με μορφές πολύ διαφορετικές αλλά και πολύ πιο αποπνικτικές.

Επιβάλλει ως χρέος την άνευ όρων αγάπη του υποκειμένου και, ως εκ τούτου, λειτουργεί καταρχήν προς την κατεύθυνση της ενοχοποίησης και του συναισθηματικού εκβιασμού, με άπειρους τρόπους και αποχρώσεις: παράπονο, επιτίμηση, κατηγορία.

Η πρώτη μορφή επιρροής επιβάλλει μια τάξη κυρίως πειθαρχική, επιτάσσοντας την ολική υποταγή του υποκειμένου ως προς την εξωτερική συμπεριφορά του. Η δεύτερη καθιερώνει έναν έλεγχο απείρως πιο ριζικό και χωρίς κανένα καθορισμένο όριο. Απαιτεί, πράγματι από το υποκείμενο να υποχωρεί ως προς την επιθυμία του και να προσχωρεί με όλη του την ύπαρξη στην ζητούμενη υποταγή, επί ποινή να δει τον εαυτό του να καταστρέφεται μπροστά στην αυτοεκτίμησή του. Κι αυτό γιατί η άρνησή του να αποδεχθεί αυτή την ολοκληρωτική κυριαρχία πάνω στην ίδια του τη ζωή δεν θα μπορούσε παρά να σημαίνει την ένοχη ανικανότητά του να ανταποδώσει τις αντίστοιχες θυσίες που έγιναν γι’ αυτό.

Αυτή η διαφορά αρκεί από μόνη της για να εξηγήσει την τεράστια δυσκολία που υπάρχει πάντοτε στο να συλλάβει κανείς μια υφιστάμενη κυριαρχία ως τέτοια, όταν ασκείται με τρόπο «μητρικό».

Ενώ, λοιπόν, η πειθαρχική τάξη είναι, εξ ορισμού, πάντοτε μετωπική (πράγμα που καθιστά δυνατή τη συνειδητοποίηση της καταπίεσης που το υποκείμενο έχει δεχθεί και συνάμα την εξέγερση ενάντια σ’ αυτή την τάξη πραγμάτων), ο «μητριαρχικός έλεγχος», που ασκείται σε ένα υποκείμενο «για το καλό του» και στο όνομα της «αγάπης» που του δείχνουμε, τείνει να λειτουργεί με μορφές πολύ πιο κυκλωτικές και ύπουλες.

Έτσι το υποκείμενο αναπόφευκτα καταφέρεται κατά του εαυτού του για την αχαριστία που επιδεικνύει και για την ηθική του δολιότητα [Ε].

Από εδώ απορρέει μια θεμελιώδης πολιτική συνέπεια ως προς την ανάλυση των σύγχρονων κοινωνιών.

Οι «πατριαρχικοί» μηχανισμοί επιρροής (αυτοί που μιμούνται την πατρική εξουσία στη λειτουργία της ως τρίτου που διαχωρίζει τη μητέρα από το παιδί [tiers séparateur]), είναι γενικώς δυνατόν να προσλαμβάνονται, χωρίς δυσκολία, από το σύνολο των πρωταγωνιστών. Εκείνος ή εκείνη [ΣΤ] που λειτουργεί κατά τον «πατριαρχικό» τρόπο γνωρίζει τέλεια ότι απολαμβάνει την εξουσία. Αλλά εκείνοι πάνω στους οποίους ασκείται αυτή η εξουσία εξαπατώνται ως προς αυτή την απόλαυση που οφείλουν να αντιμετωπίσουν.

Αντίθετα, οι μορφές «μητριαρχικής» επιρροής (στις οποίες πολλοί άνδρες έχουν γίνει πλέον εξπέρ) είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο να γίνουν αντιληπτές και να κατονομασθούν ως τέτοιες, τόσο από εκείνες και εκείνους που τις υφίστανται όσο και από εκείνες και εκείνους που τις ασκούν.

Όπως η εμπειρία μάς το αποδεικνύει συνεχώς, είναι ψυχολογικά αδύνατο για μια κτητική μητέρα (ή για οποιοδήποτε υποκείμενο που προορίζεται να λειτουργεί σύμφωνα με αυτές τις τροπικότητες) να ζήσει την παθιασμένη της βούληση ισχύος διαφορετικά απ’ ό,τι με μια παραδειγματική μορφή της αγάπης και της θυσιαστικής αφοσίωσης.
[σημ. 175]

Αναπόφευκτα, λοιπόν, η ορατή χειρ της πατριαρχικής εξουσίας καταλήγει να αφήνει στη σκιά την αόρατο χείρα της μητριαρχικής κυριαρχίας και να συγκεντρώνει πάνω της όλες τις αμφισβητήσεις της καταναγκαστικής εξουσίας [Ζ].

Προφανέστατα, σε αυτή τη μέγιστη διαφορά πρέπει να αναζητηθούν οι έσχατες αιτίες της πανάρχαιας πολιτικής απώθησης της αυτοκρατορίας των μητέρων. […] [σημ. 176]

 

 


 

Σημειώσεις του συγγραφέα [Τα links δικά μου – Ρ.Κ.]

171. Στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Μαρξ υπενθυμίζει ότι «παντού όπου κατέκτησε την εξουσία» η αστική τάξη «ποδοπάτησε τις πατριαρχικές σχέσεις». Ακόμη αναρωτιόμαστε πώς ορισμένοι «μαρξιστές» κατάφεραν να δουν στην «πατριαρχία» τη συνθήκη της καθημερινής λειτουργίας των καπιταλιστικών σχέσεων.

172. Δεν θα παραλείψουμε να χαιρετίσουμε εδώ τις θαρραλέες αναλύσεις του Μισέλ Σναϊντέρ (Michel Schneider), παρόλο που ο ακατάλληλος ορισμός που δίνει για τον φιλελευθερισμό τον οδηγεί περιέργως να βλέπει στον θρίαμβο της Big Mother ένα κατόρθωμα του «σοσιαλισμού» και όχι της ίδιας της φιλελεύθερης νεωτερικότητας. Όπως υπενθυμίζει ο Ζίζεκ, στην ανελέητη ανάλυση που κάνει για τον φιλελευθερισμό του Μπιλ Γκαίητς, «η φιγούρα της κυριαρχίας με την οποία έχουμε να κάνουμε δεν είναι πια εκείνη του παλιού οιδιπόδειου γηραλέου αφέντη» ( Slavoj Zizek, Le sprectre rode toujours. Actualite de Manifeste du Parti communiste, γαλλική μτφρ. Laurent Jeanpierre, Nautilus, 2002, σ. 20).

173. Στο ίδιο, σ. 29.

174. Στο ίδιο, σσ. 29-30.

175. Αυτό που η μοντέρνα πολιτική φιλοσοφία δεν κατάφερε γενικώς να δει, κατάφερε να το αποκαλύψει η λογοτεχνία, όπως πάντοτε ήξερε να το κάνει, με τα δικά της προσίδια όπλα. Πράγματι, δεν υπάρχει πιθανόν περιγραφή πιο ακριβής (και πιο ανατρεπτική) της ασυνείδητης βούλησης ισχύος μιας γυναίκας-μητέρας απ’ αυτήν που κάνει ο Λούντβιχ Λιούισον (Ludwig Lewisohn) στο μεγαλειώδες μυθιστόρημά του Le Destin de Mr. Crump (Phebus, σειρά libretto, 1996) (που ο Φρόυντ θεωρεί «ασύγκριτο αριστούργημα»). Γραμμένο στα μέσα της δεκαετίας του 1920, αυτό το καθηλωτικό μυθιστόρημα το αρνήθηκαν όλοι οι αμερικανικοί εκδοτικοί οίκοι και ο συγγραφέας του λασπολογήθηκε, με την πρόφαση ότι προσέβαλε το συζυγικό ζεύγος και τις εθνικές αρετές. Εκδόθηκε, εν τέλει, στη Γαλλία με πρόλογο του Τόμας Μαν [The Case of Mr. Crump, Edward W. Titus, Παρίσι 1926 (Σ.τ.Ε.)], ενώ επετράπη να εκδοθεί στις ΗΠΑ μόνον το 1947 (και μάλιστα σε εκδοχή λογοκριμένη). Ο τρόπος με τον οποίο η εποχή υποδέχθηκε αυτό το μυθιστόρημα (και ο περιορισμένος αριθμός αναγνωστών που έμελλε να έχει ως τις ημέρες μας) αξίζει, προφανώς, όλες τις δυνατές κλινικές επιβεβαιώσεις.

176. Βλ. François Vigougoux, L’Empire des méres, PUE, 1998.

 


 

Σημειώσεις/Σχόλια του συγγραφέα

[Ε]

 

Είναι φανερό ότι ο πολιτικός έλεγχος που άσκησαν οι ολοκληρωτικές κοινωνίες (που είναι διαφορετικός από εκείνον που ασκούν οι κλασικές δικτατορίες) είναι θεμελιωδώς μητρικού τύπου: εξ ου και ο κεντρικός ρόλος που διαδραματίζει η αυτοκριτική και η αυτο-κατηγορία, καθώς και η διαρκής υποχρέωση, που τόσο καλά περιέγραψε ο Όργουελ στο 1984, να αγαπάς τον υπέρτατο αρχηγό.

Πρέπει ωστόσο να αποσαφηνισθεί ότι οι δύο τρόποι κυριαρχίας μπορούν τέλεια να υπάρχουν στους κόλπους του ίδιου συστήματος.

Ο «πατριωτισμός» των παραδοσιακών πατριαρχικών κοινωνιών συνήθως δεν είναι παρά ένας απλός μητριαρχισμός.

Όπως γράφει ο Ερίκ Ντεμόν «το ζήτημα του φύλου της πολιτείας -«η μητέρα πατρίδα», πραγματικός κοινός τόπος της ιδεολογίας pro patria mori [υπέρ πατρίδος θάνατος]- δεν είναι κούφια λόγια. Εφόσον το να πεθάνει κανείς για την πατρίδα παρουσιάζεται ως πράξη αγάπης, λογικά δεν μπορεί παρά να συσχετίσουμε την πατρίδα -και όχι το κράτος ως φιγούρα του πατέρα- με τα παιδιά της.

Εννοείται πως η ψυχανάλυση προσφέρει εδώ ένα χρήσιμο κλειδί ερμηνείας: η μεταβίβαση στη μητέρα-πατρίδα της φροντίδας να εφαρμόσει τον πατρικό νόμο (δηλαδή τον νόμο του κράτους) υλοποιεί, εκ των πραγμάτων, τον αποκλεισμό του πατέρα, του οποίου ο ρόλος συνίσταται, ακριβώς, στο να απαγορεύσει την αιμομιξία. Αφού, λοιπόν, το «κρατικο-πατερναλιστικό» εμπόδιο αναιρείται από τον πατριωτικό λόγο, η πράξη αγάπης μεταξύ των παιδιών και της μητέρας, που συντελείται μέσα από τον θάνατο στο πεδίο της μάχης, μπορεί πλέον να θεωρηθεί δυνατή. Καθιερώνεται, ως εκ τούτου, μια σχέση μαζοχιστική -που αποκλείει τον πατέρα- μεταξύ της πατρίδας και των παιδιών, που τα κάνει να επιθυμούν, για να αποδείξουν την αγάπη τους, τον ηρωικό θάνατο και το μερίδιό τους στα βάσανα». [σημ. 189: Éric Desmons, Mourir pour la patrie?, ό.π., σ. 10].

 

 [ΣΤ]

 

Για να αποφύγουμε κάθε παρεξήγηση, είναι αναγκαίο να αποσαφηνίσουμε εδώ δύο σημεία.

Πρώτον, η κτητική μάνα δεν κυριαρχεί πάνω στα ανθρώπινα παιχνιδάκια της ως γυναίκα, αλλά ακριβώς ως μητέρα.

Δεύτερον, η ευνουχιστική επιρροή ασκείται προφανώς και στα δύο φύλα. Απ’ αυτό προκύπτει ότι για να κυριαρχήσει κανείς πάνω στον άλλο με μητρικό τρόπο δεν είναι καθόλου αναγκαίο να είναι γυναίκα, και συνάμα ότι το να είναι γυναίκα δεν συνεπάγεται καθόλου ότι η γυναίκα αυτή θα γίνει μια κτητική μάνα.

Δεν τίθεται, λοιπόν, θέμα να αρνηθεί κανείς ό,τι απομένει εν ισχύ από την «ανδρική κυριαρχία» στις φιλελεύθερες κοινωνίες μας (στο σημείο αυτό ο φεμινιστικός αγώνας ποτέ δεν έπαψε να είναι θεμιτός).

Ωστόσο, το να περισταλεί η διαλεκτική των συγκεκριμένων σχέσεων μεταξύ των των σύγχρονων ανδρών και γυναικών σε αυτή μόνον τη διάσταση (απωθώντας έτσι την ίδια την ιδέα ότι μια μητρική τυραννία είναι επίσης δυνατή) αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από απλή διανοητική πλάνη.

Είναι σχεδόν πάντα η ασυνείδητη προσωπική ομολογία μιας επώδυνης υποταγής στην ίδια μας τη μητέρα (και, αντιστοίχως, ομολογία της μικρής αποτελεσματικότητας που είχε ο πατέρας μας -εφόσον υπήρχε- ως προς την πραγμάτωση των διαχωριστικών λειτουργιών που ήταν οι δικές του). Για το ζήτημα αυτό βρίσκουμε μια πολύ έγκριτη επισκόπηση στο άρθρο του Βέλγου ψυχίατρου και ψυχαναλυτή Ζαν-Πιέρ Λεμπρέν: Jean-Pierre Lebrun, «Richard Durn ou les morts pour le dire», Psychologie clinique, Harmattan, 2004, όπως και στο βιβλίο του Perversion ordinaire, που αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο.

 

[Ζ]

 

 

Σε μια φιλελεύθερη κοινωνία είναι πάντοτε, εξ ορισμού, πολύ πιο δύσκολο να αντιληφθούμε την αόρατο χείρα της Αγοράς απ’ ό,τι την ορατή χείρα του Κράτους, παρόλο που η εξουσία που η αόρατος χειρ ασκεί πάνω στη ζωή των ατόμων είναι ποικιλοτρόπως πιο ανεπτυγμένη.

Το να παρατηρήσει κανείς ότι υπάρχουν συνεχείς αστυνομικοί έλεγχοι δεν απαιτεί καμιά ιδιαίτερη πνευματική ευστροφία. Άρα βρίσκεται στην εμβέλεια του οιουδήποτε ανθρώπου της Αριστεράς.

Το να αναγνωρίσει, αντίθετα, την επιρροή που ασκεί, για παράδειγμα, το Google πάνω στους ανθρώπους της εποχής μας αποτελεί μια διεργασία απείρως πιο περίπλοκη για ένα άτομο που έχει από πάντα υπαχθεί στις τεχνικές του μητρικού ελέγχου: «Google Big Brother;». Για τον Ολιβιέ Αντρέ (Olivier Andrieu), ειδικό των κινήτρων έρευνας, η υποψία είναι βάσιμη.

«Το Google συλλέγει μια αφάνταση μάζα δεδομένων. Με γνωρίζουν καλύτερα απ’ όσο εγώ τον εαυτό μου – εξηγεί. Ως εκ τούτου, αν χρησιμοποιείτε το σύνολο των υπηρεσιών που σας προσφέρει, το Google αναλύει τις αναζητήσεις σας, αλλά και το περιεχόμενο των e-mails σας (Gmail), τα βίντεο που βλέπετε (YouTube), το περιεχόμενο του υπολογιστή σας (Google Desktop), αυτά που αγοράζετε (μέσω του μηχανισμού σύγκρισης τιμών Froogle) κ.λπ. Δεδομένα που χρησιμοποιούνται για να προσφερθούν σε όσους ζητούν χώρο διαφήμισης και οι οποίοι στοχεύουν ολοένα και σε πιο εξειδικευμένο κοινό. Το Google προβλέπει ακόμα, για το μέλλον, να στηριχθεί στον γεωγραφικό εντοπισμό του διαδικτυακού επισκέπτη, και πρόσφατα κατοχύρωσε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για μια νέα, αναδυόμενη τεχνολογία που αναλύει τη συμπεριφορά των παικτών on line, ώστε να διακινεί στα βιντεοπαιχνίδια διαφημίσεις που αντιστοιχούν στο ψυχολογικό προφίλ των παικτών» (βλ. εφημερίδα Journal du Dimanche, 27 Μαΐου 2007).

Παρά ταύτα, είναι δύσκολο να φαντασθούμε τη σύγχρονη Αριστερά και τη σύγχρονη άκρα Αριστερά (πάντοτε έτοιμες να αγανακτήσουν για τον παραμικρό αστυνομικό έλεγχο που γίνεται σε κάποιον σιδηροδρομικό σταθμό των προαστίων) να καλέσουν κάποτε τις λαϊκές τάξεις να εξεγερθούν ενάντια σε έναν τέτοιου τύπου έλεγχο ή απλώς εναντίον αυτής της πανταχού παρούσης διαφημιστικής προπαγάνδας, χωρίς την οποία το καπιταλιστικό ντρεσάρισμα των ανθρώπων θα έμενε λέξη κενή.

 

 

 

 

 

 

 

Jean Gebser: «Becoming an ego is painful»

In a 1955 diary entry, Gebser observed, «Becoming an ego is painful. Hardly anyone finds his ego prior to the middle of his life. Then most people remain stuck in it and become hardened in it. The still more painful process of ego-transcendence with all its crises and relapses is accomplished by only a few. But it is just this ego-transcendence that is the decisive task of human life.»

The reason-dominated individual tends to be heavily ego-defensive, because identity is defined in terms of the ego-personality. The person who has broken through to the arational-aperspectival consciousness, however, sees the limitations of the ego, and is not threatened by the suggestion that he or she is more than the narrow field of awareness and angular vision that is associated with the ego. In fact, that person welcomes the idea that individuality arises in participation with the larger reality-a reality that by far eclipses the rational mind and even the feeling heart that is so often closed to the rationalist.

Πηγή: About Jean Gebser

Επίσης:

 


Το «θυμήθηκα» το συγκεκριμένο ποστάκι, το έψαξα, τελικά το βρήκα σε ένα απ’ τα «κρυφά» μπλογκ μου στα οποία κρατάω σημειώσεις. Γραμμένο στις 27 Ιουνίου 2011. Όλα είχαν ειπωθεί… 😉

Πεφωτισμένη φιλαυτία

Θα προκαλούσε ίσως εντύπωση σε μερικούς το γεγονός ότι ένα βιβλίο [Jean-Claude Michéa, Η Αυτοκρατορία του Μικρότερου Κακού] του οποίου ο υπότιτλος είναι «Δοκίμιο για τον Φιλελεύθερο Πολιτισμό«, ασχολείται επί μακρόν με διάφορες «ιδιότητες» του ανθρώπου, όπως είναι ο εγωισμός, η φιλαυτία, ο ναρκισσισμός

Διόλου περίεργο, ωστόσο… Ο Μισεά μελετά τη γενεαλογία του φιλελεύθερου/νεωτερικού προτάγματος, που θεμελιώθηκε πάνω στην «αξιωματική του συμφέροντος», στο «καλώς εννοούμενο ατομικό συμφέρον». Και τα λοιπά, και τα λοιπά…

Ο Μισεά ασχολείται επίσης εκτενώς και με τον όρο «common decency» [όρο που δανείζεται από τον George Orwell], αφού θεωρεί πως η «ευπρέπεια των απλών ανθρώπων του λαού» είναι ο θεμέλιος λίθος πάνω στον οποίο θα μπορούσε να οικοδομηθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία.

Πώς είπατε;

Η common decency σας θυμίζει κάποιον άλλο όρο, π.χ. εκείνον της impeccability;

Εύγε! 😉

_ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _

Το απόσπασμα που ακολουθεί το άντλησα απ’ τις σελίδες 98-99 του βιβλίου. Οι υπογραμμίσεις με πλάγια στο πρωτότυπο, οι υπογραμμίσεις με έντονα, η παραγραφοποίηση και οι σύνδεσμοι [άλλοι στα γαλλικά κι άλλοι στα ελληνικά] δικά μου.

_ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _

Pierre Nicole (1625-1695)

Pierre Nicole (1625-1695)

Ο Ζαν Ροού (Jean Rohou), στο πολύ ωραίο βιβλίο του Le XVII siècle, une révolution dans le condition humaine (Seuil, 2002), δείχνει με ακρίβεια πώς η αντιστροφή της γιανσενικής ανθρωπολογίας σε απολογία της φιλελεύθερης λύσης επιτυγχάνεται με προνομιακό τρόπο στο έργο του Πιέρ Νικόλ (Pierre Nicole, Essais de morale, «De la grandeur», 1670).

«Οι άνθρωποι – γράφει ο Νικόλ- καίτοι κενοί φιλλάληλης αγάπης, λόγω της παρεκτροπής που επέφερε το αμάρτημα, παραμένουν, ωστόσο, πλήρεις αναγκών και οι μεν εξαρτώνται από τους δε σε άπειρα πράγματα. Για να ικανοποιηθούν, λοιπόν, αυτές οι ανάγκες, η απληστία πήρε τη θέση της φιλλάληλης αγάπης, και το κάνει με τέτοιο τρόπο που δεν μας παραξενεύει αρκετά».

Το 1675, ο Νικόλ έφτασε ακόμα και να υποστηρίξει (Essais de morale, «De la charité et de l’amour-propre») ότι στα κράτη που δεν υπάρχει πραγματική αγάπη προς τον πλησίον,

«επειδή η αληθής θρησκεία εξεδιώχθη, δεν αφήνουν τον κόσμο να ζήσει με την ειρήνη, την ασφάλεια και την άνεση που θα είχε αν ζούσε σε μια δημοκρατία αγίων […]. Όσο διεφθαρμένη και να ήταν αυτή η κοινωνία από μέσα και στα μάτια του Θεού, προς τα έξω θα έδειχνε η καλύτερα ρυθμισμένη, η ευγενέστερη, η δικαιότερη, η ειρηνικότερη, η τιμιότερη, και η πιο γενναιόδωρη. Και αυτό που τα ήταν το πιο θαυμαστό είναι ότι, καθώς θα εμψυχωνόταν και θα εκινείτο μόνον από τη φιλαυτία, η φιλαυτία αυτή δεν θα φαινόταν καθόλου, ενώ, αφού θα ήταν ολοκληρωτικά κενή φιλλάληλης αγάπης, δεν θα έβλεπε κανείς παρά μόνο τη μορφή και τους χαρακτήρες της φιλλάληλης αγάπης».

Έτσι, συμπεραίνει ο φιλόσοφος του Port-Royal,

«για να μεταρρυθμιστεί ολοκληρωτικά ο κόσμος, δηλαδή για να αποβληθούν όλα τα ελαττώματα και όλες οι χυδαίες αταξίες, και για να καταστούν οι άνθρωποι ευτυχείς ακόμη και στην επίγεια ζωή, εφόσον ελλείπει η φιλλάληλη αγάπη, θα έφτανε μόνο να δοθεί σε όλους μια πεφωτισμένη φιλαυτία που θα τους έκανε να διακρίνουν τα αληθινά τους συμφέροντα».

Και αφού ο Ρουού υπογραμμίζει ότι «για να περάσουμε από τέτοιου είδους κείμενα σε ένα ηθικό μανιφέστο της φιλελεύθερης οικονομίας, θα αρκούσε να απαλείψουμε τις αναφορές στον Θεό», παρατηρεί πολύ λογικά ότι «σαράντα χρόνια πριν από τον θάνατο του Λουδοβίκου ΙΔ΄, ένας διακεκριμένος χριστιανός γίνεται έτσι ο βάρδος του φιλελευθερισμού. Και μάλιστα το πράττει με όρους που προαναγγέλλουν τους όρους του Άνταμ Σμιθ, ο οποίος και θα εμπνευστεί από τις αναλύσεις του Νικόλ, μέσα από διάφορους ενδιάμεσους στοχαστές, ιδίως από τον Μπουαγκλιμπέρ, παλαιό μαθητή του Νικόλ στο Port-Royal» (Rohou, ό.π., σ. 481).

Η ερυθρομέλαινα απόχρωση του φιλελευθερισμού

Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά, στο βιβλίο του Η Αυτοκρατορία του Μικρότερου Κακού, υποστηρίζει την άποψη ότι ο φιλελευθερισμός, που αποτελεί την πιο σαφή έκφραση του νεωτερικού προτάγματος, εμφανίζεται με δύο μορφές: τον οικονομικό φιλελευθερισμό [«Δεξιά», με βασικό «ιδεολογικό άξονα» την Αγορά] και τον πολιτικό/πολιτισμικό φιλελευθερισμό [«Αριστερά», με βασικό «ιδεολογικό άξονα» το Δίκαιο].

Ανάμεσα στα πολλά και άκρως ενδιαφέροντα που γράφει, υπάρχει και μία σελίδα, στην οποία, κατά τη γνώμη μου, ερμηνεύει με τον καλύτερο τρόπο τους λόγους για τους οποίους «μαύρισαν» οι «κόκκινες» γειτονιές του Πειραιά, ή είχαν «μαυρίσει» οι «κόκκινες» γειτονιές των πόλεων της Γερμανίας στο Μεσοπόλεμο ή της Γαλλίας στη δεκαετία του 1980.

[Οι υπογραμμίσεις με πλάγια του συγγραφέα, οι υπογραμμίσεις με έντονα και η παραγραφοποίηση δικές μου.]

Η φιλελεύθερη λογική καταστρώνει έναν πίνακα διπλής εισόδου.

Στον πίνακα αυτό, η σύγχρονη Δεξιά (αυτή που μετά την Απελευθέρωση [σ. Ο. Μ.: της Γαλλίας από τη ναζιστική κατοχή] παραιτήθηκε οριστικά από το να αποκαταστήσει τη συμμαχία του Θρόνου και της Αγίας Τράπεζας) αντιπροσωπεύει τον προνομιακό τρόπο εισόδου μέσω της Αγοράς και της διαρκούς επέκτασής της.

Η σύγχρονη Αριστερά (αυτή που, μετά τον φοιτητικό Μάη του ’68 παραιτήθηκε οριστικά από τον ιστορικό συμβιβασμό που είχε συνομολογήσει με το εργατικό σοσιαλιστικό κίνημα της εποχή της υπόθεσης Ντρέυφους) αντιπροσωπεύει τον προνομιακό τρόπο εισόδου μέσω του Δικαίου και της κουλτούρας της παραβίασής του.

Η μία ακολουθεί μάλλον τον Τυργκό και τον Άνταμ Σμιθ, η άλλα μάλλον τον Μπενζαμέν Κονστάν και τον Τζων Στιούαρτ Μιλλ (μερικές φορές, είναι αλήθεια, ενδεδυμένους τον πέτσινο μανδύα του Τρότσκυ, για θολούς ιστορικούς λόγους που είναι ακόμη, εν μέρει, ενεργοί).

Γι’ αυτό ο διαφορισμός Δεξιά/Αριστερά, έτσι όπως κατέληξε να λειτουργεί στις μέρες μας, είναι το έσχατο πολιτικό κλειδί της σταθερής προόδου της καπιταλιστικής τάξης.

Ομολογουμένως, βάζει διαρκώς τις λαϊκές τάξεις μπροστά σε μια αδύνατη αλτερνατίβα.

Ή να προσδοκούν, πριν απ’ όλα ότι θα προστατεύονται απέναντι στις άμεσες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του φιλελευθερισμού (απολύσεις, μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων, συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, αποδιάρθρωση των δημόσιων υπηρεσιών κ.λπ.) και τότε πρέπει να το πάρουν απόφαση ότι, αναζητώντας ένα προσωρινό καταφύγιο πίσω από την Αριστερά και την άκρα Αριστερά, επικυρώνουν όλες τις πολιτιστικές προϋποθέσεις του συστήματος που γεννά αυτές τις συνέπειες.

Ή, αντίθετα, να εξεγείρονται ενάντια σ’ αυτό το συνεχές εγκώμιο της παραβίασης, καταφεύγοντας, όμως, πίσω από τη Δεξιά και την άκρα Δεξιά, και τότε εκτίθενται στο να επικυρώνουν τη συστηματική αποσάθρωση των υλικών συνθηκών ύπαρξής τους, που αυτή η κουλτούρα της απεριόρισης παραβίασης καθιστά, ακριβώς, εφικτή.

Όποια κι αν είναι επομένως η πολιτική (ή εκλογική) επιλογή των λαϊκών τάξεων, δεν μπορεί να τους προσφέρει κανένα πραγματικό μέσον για να αντισταθούν στο σύστημα που μεθοδικά καταστρέφει τη ζωή τους.

Jean-Claude Michéa, Η Αυτοκρατορία του Μικρότερου Κακού,
σ. 106-107, μετ. Άγγελος Ελεφάντης,
εκδ. Πόλις, 2008

Και τα λοιπά… Και τα λοιπά…

► Διαβάστε επίσης:

Ένας προλετάριος της πολιτικής, αριστεροί διανοούμενοι, μποέμ αστοί, και άλλα τινά… [23-5-2012]

Ποιος μιλάει; Και από ποια θέση; [21-11-2012]

Ουτοπίες και άλλα συγκοινωνούντα δοχεία [11-12-2012]

Για τον καπιταλισμό και άλλες περίεργες θρησκείες [13-3-2013]

« Socialisme ou barbarie, il faut choisir. Maintenant ! » Entretien avec Jean-Claude Michéa [7-12-2011]

Η εκπαίδευση της αμάθειας [παρουσίαση του βιβλίου]

Ζαν Κλωντ Μισεά: “Το Αδιέξοδο Άνταμ Σμιθ” [ολίγα τινά για το βιβλίο] 

Η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού και η κοινωνία του ελάχιστου κοινού παρονομαστή [ολίγα τινά για το βιβλία και ολίγα τινά για τον ΕΚΠ]

Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και εγκληματικότητα

“έχουμε πόλεμο μη το γελάς μωρό μου…”  [ο μόνιμος «σχολιαστής» που αναφέρεται εκεί, είναι ο Ζαν Κλωντ Μισεά]

“Κτηνοτρόφοι και γονείς που εκτρέφουν παιδιά…” [μια φρασούλα του Χάιμε Σεμπρούν και κατιτίς ακόμα]

Ποιος μιλάει; Και από ποια θέση; [Ποιος άραγε;]

Ανοίξτε τα μάτια… κλείστε την τηλεόραση

Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά για τον Τζωρτζ Όργουελ

Τα κεφάλια μέσα! ΕΧΟΥΝ εμφύλιο τώρα…

Άνευ σχολίων I

Άνευ σχολίων II

Δεξαμενές σκέψης και άλλες προπαγανδιστικές foeda labiorum ministeria